- κεραυναγωγός
- ο заземление громоотвода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεραυναγωγός — ο (ηλεκτρολ.) αγωγός με τον οποίο γειώνεται η ράβδος ή οι ράβδοι τού αλεξικέραυνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + αγωγός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lightning conductor. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνσταντίνο Κούμα] … Dictionary of Greek